- ζημιώσαι
- ζημιώσᾱͅ , ζημιάζωdamnofut part act fem dat sg (doric)ζημιώσαῑ , ζημιόωcause lossaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζημιῶσαι — ζημιάζω damno fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) ζημιόω cause loss aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отътъщетити — ОТЪТЪЩЕ|ТИТИ (2*), ЧОУ ( ЩОУ), ТИТЬ гл. 1. Причинить убыток: Како подобаѥть продати и купити. ˫ако да не противно творити б҃у. и ˫ако се ѥсть крьсть˫анѹ. ѥже тщету па(ч) при˫ати ѿ иного. нежели ѿтщетити в купли. ПНЧ к. XIV, 148г. 2. Лишить,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε … Dictionary of Greek